- ανιεμαι
- ἀνίεμαιpass. к ἀνίημι См. ανιημι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀνίεμαι — ἀνίημι send up pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπερανίεμαι — Α γίνομαι αραιότερος από όσο πρέπει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἀνίεμαι «χαλαρώνω»] … Dictionary of Greek